Wednesday, December 30, 2009

Τι περιέχει το ιστολόγιο αυτό...

Επιλογές από τα κείμενα του Ευγένιου Αρανίτση έτσι όπως δημισιεύονταν στο "7" της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας.

Saturday, June 27, 2009

Τουρισμός με προβλήματα libido ( 21/6/2007 )

Ανάμεσα σε διλήμματα όπως το μνημειώδες Ελευθερία ή Θάνατος και το λιγότερο αρχαιοπρεπές Ψήφος ή Παραλία, οι Ελληνες κατόρθωσαν να προσηλωθούν την ιδέα των αστραπιαίων εξόδων του Σαββατοκύριακου προς τους πάλαι ποτέ ειδυλλιακούς κόμβους της ελληνικής επαρχίας, των οποίων ακριβώς ο θρυλούμενος ειδυλλιακός χαρα­κτήρας τείνει, ως εκ τούτου, να καταλήξει αποκλειστικά τηλεοπτι­κός. Εξάλλου, το ότι προτίμησαν την παραλία, στο δεύτερο δίλημ­μα, δεν σημαίνει ότι παραγνωρίζουν, στο πρώτο, το πλεονέκτημα του θα­νάτου έναντι της ελευθερίας: εδώ που τα λέμε, ελεύθερος, κινδυνεύεις να πιαστείς στα δίχτυα της σκέψης· νεκρός γλιτώνεις και τον φόρο ακί­νητης περιουσίας. Εξ ου και η αναπτυσσόμενη επιδεξιότητα στην προ­σπέραση νταλίκας.

Εντούτοις, καθώς η ιδέα της απόδρασης των τριημέρων εμπνέει μια στάση θρησκευτικής αναμονής, ο σπασμωδικός χαρακτήρας της ε­ξόδου γίνεται, μόλις φτάσει η μεγάλη στιγμή, συνώνυμος του πανικού, δηλαδή του ενθουσιασμού, αφού αυτά τα δύο έπαψαν να διαφέρουν, κυρίως με ευθύνη του τηλεοπτικού lifestyle. Ομολογουμένως, ένας πα­ρόμοιος ενθουσιασμός ελάχιστα δικαιολογείται, αναδρομικά, με την αφόρητη γκρίνια που ξεσπάει κατά την επιστροφή. Αρκεί να προσέξει κανείς τα πρόσωπα των επιβατών των Ι.Χ. στα διόδια, όπου μουλωχτές πεθερές, στο πίσω κάθισμα, πλάι στα εγγονάκια, διαλογίζονται φωνα­χτά γύρω από συνταξιοδοτικά ή παιδαγωγικά ζητήματα, ενώ ο αρχηγός της οικογένειας, απερίγραπτα καταβεβλημένος, ψάχνει στη βάση του λεβιέ των ταχυτήτων για κέρματα.

Επιπλέον, η κατόπιν εορτής έκρηξη παραπόνων, που αναφέρονται σε μολυσμένες παραλίες, σε πικρόχολες παρεξηγήσεις μεταξύ συγγε­νών, σε αφιλόξενα ξενοδοχεία, σε τουαλέτες εκτός λειτουργίας, σε με­θυσμένους ή ευέξαπτους οδηγούς, σε κυκλοφοριακή συμφόρηση, σε κινδύνους δηλητηρίασης, στην τοξικότητα του ηλιακού φωτός και σε κάθε λογής κατάρες, αποδεικνύεται κάθε άλλο παρά ικανή να συνετίσει τους καθ' έξιν αναχωρητές. Απεναντίας, το επόμενο Σαββατοκύριακο, ο ίλιγγος φυγής επανέρχεται, με συνέπεια να καταβάλλεται και πάλι το α­ντίτιμο μιας άνευ προηγουμένου υπερδιέγερσης που διαρκεί ολόκληρη την εβδομάδα και η οποία, ενώ μοιάζει να υποδαυλίζεται από τη νεφε­λώδη ονειροπόληση των πεύκων και της αρμύρας, δεν παύει να επιβρα­βεύεται, σε ό,τι αφορά τον διακανονισμό τον σχετικό με τις διαθέσιμες κλίνες και τα δρομολόγια, από την αδυσώπητη προεξόφληση μιας εκατό τοις εκατό ρεαλιστικής αποτελεσματικότητας. Σημειωτέον ότι οι πιο φυ­σιολάτρες απ' τους πολίτες είναι, παραδόξως, και οι πιο κατάλληλοι να διαχειρίζονται τον οικογενειακό προϋπολογισμό με φειδώ.

Μια τόσο παράφορη επιθυμία των ανθρώπων να ταξιδέψουν στο ελ­ληνικό κρατίδιο, όχι τόσο για να πάνε κάπου όσο για να φύγουν από κάπου1 και πέρα απ' τον συντονισμό με τη φυγόκεντρο, που ρυθμί­ζει τα πάντα, δεν θα μπορούσε, υποθέτει κανείς, παρά να δηλώνει τον τρόμο μπροστά στο ενδεχόμενο οιασδήποτε ρητής ή εξωλεκτικής νύξης κρίσιμων «εσωτερικών» ζητημάτων. Προς τα θέρετρα, λοιπόν, έχουν το βλέμμα στραμμένο διαρκώς, ακόμη και τον χειμώνα, τα ζευγάρια τα ο­ποία ζουν έντονα την αγωνία της σταγόνας που θα ξεχειλίσει το ποτήρι, της φράσης εκείνης που θα συμπαρασύρει, με τον τρόπο του ντόμινο, το γνωστό, εύθραυστο οικοδόμημα των σιωπηρών συμβιβασμών, χτι­σμένο στη βάση μιας υπόγειας αντιπαλότητας που με τα δόντια κρατιέ­ται στα όρια της συναίνεσης. Ο προσχηματικός ζήλος της οικογένειας να εγκαταλείψει την πρωτεύουσα, για δυο μέρες έστω, διαλαλεί την α­πελπισία στην προοπτική παραμονής για μιαν ακόμη ημέρα σ' ένα σπίτι τραγικά ανέτοιμο να δεχτεί την τρυφερότητα που περίσσεψε απ' τον μή­να του μέλιτος, διότι δεν περίσσεψε διόλου.

Όμως οι αυτοεξαπατώμενοι τιμωρούνται πολύ αυστηρότερα απ' ό,τι θα τους κόστιζε η ταξιδιωτική ταλαιπωρία, εφόσον, ειδικά στο μέ­τρο που φεύγουν για να δουν τα πάντα, δεν βλέπουν τίποτα. Μην παύοντας, κατ' ουσίαν, να είναι αυτό που ανέκαθεν ήταν, δηλαδή τηλεθεα­τές που αντικρίζουν εκατομμύρια εικόνες μη διακρίνοντας ποτέ το βά­θος καμιάς (αφού δεν υπάρχει τέτοιο), οι εκδρομείς σαρώνουν με το α­φηρημένο τους βλέμμα απειράριθμα δέντρα και δενδρύλλια δίχως ποτέ να συλλάβουν τη μαγεμένη άλω κανενός. Η φούρια για μετακίνηση κα­τά μήκος αυτής της πλασματικής συσσώρευσης πιστοποιητικών τουρι­στικής γραφικότητας απ' το ένα χωριό στο επόμενο, ανάμεικτης με τόνους αμιαντοτσιμέντου, αποτελεί ό,τι και το ανακλαστικό του ζάπινγκ, φυγή στο τετράγωνο, απομάκρυνση από εκεί απ' όπου έχεις ήδη απομα­κρυνθεί προ ενός δευτερολέπτου.

Ο παραλογισμός αυτός επιδεινώνεται κάθε καλοκαίρι από τη λυσσα­λέα αναζήτηση λίγων τετραγωνικών καθαρής μεσογειακής θάλασ­σας. Η απονεννοημένη εξωτερίκευση της ανεστιότητας εκείνου που περιφέρεται σε όσα απ' τα ελληνικά νησιά προλαβαίνει ώστε να κατακτή­σει όλες ανεξαιρέτως τις βαθμίδες μιας πλήρους περιηγητικής ενημέρω­σης, φέρνει στο φως όχι μόνον μιαν άλλη απογοητευτική πληρότητα, αυτή των ξενοδοχείων, αλλά και την ψυχοδυναμική της αδύνατης προ­σαρμογής στο οποιοδήποτε σταθερό σημείο, την οποία η πόλη απλώς ε­ξακολουθούσε να φιμώνει. Η νευρικότητα που υπονοείται όταν λέμε για κάποιον ότι «δεν βρίσκει ησυχία πουθενά» επαληθεύεται καθώς οι ορδές των παραθεριστών που ρέπουν σε τέτοιου είδους ανάπαυλα πιστεύοντας πως διακόπτουν τη μονοτονία της δουλειάς στην πόλη, επιτρέπουν στο πνεύμα της ίδιας εκείνης μονοτονίας να αναπαράγεται στην εργασιακού τύπου διεκπεραίωση μιας αέναης μετακίνησης, με πλοία και αυτοκίνη­τα, σε προορισμούς όπου το υποκείμενο της ταλαιπωρίας ΠΡΕΠΕΙ να κλείσει τραπέζι σε συγκεκριμένα διάσημα αλλά φτηνά εστιατόρια, με ψάρι πρώτης ποιότητας, φρέσκο ή όχι θα δείξει. Μεταφέρεται έτσι το εργασιακό καθεστώς στην τουριστική ύπαιθρο, επιβαρημένο μάλιστα με την επί ποινή απαγχονισμού ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ επισκέψεων στα αξιοθέατα, τη φανατική συμμετοχή σε ουρές που μαστίζονται από τον καύσωνα και, φυσικά, το άγχος της αμφίβολης κατοχύρωσης δωματίων με κλιμα­τισμό, με ζεστό νερό, με θέα στη γεμάτη σκουπίδια αμμουδιά και ούτω καθεξής.

Πιθανόν η τάση φυγής να εκφράζει την εκδίκηση της μοίρας εις βά­ρος εκείνων που, ενώ κάποτε εγκατέλειπαν τις πολυκατοικίες για να ζωντανέψουν το όνειρο του επαναπατρισμού στα μυθικά καλοκαίρια της παιδικής τους ηλικίας, τώρα βιάζονται να επιστρέψουν στην τσιμεντούπολη για να την αποτελειώσουν, πράγμα που κάνουν εκδικούμενοι με τη σειρά τους τη μοίρα, υπό την έννοια ότι μοίρα και τσιμεντούπολη παραμένουν χονδρικά ταυτόσημες. Αλλά κι εκείνοι έχουν το δίκιο τους, γιατί η σημασία της εστίας, όπως το μαρτυράει η τρέλα αυτών των ακα­ριαίων ξεριζωμών, εξασθένησε στην πόλη σε τέτοιο βαθμό ώστε η καθη­μερινή κακοδαιμονία της πρωτεύουσας μετακομίζει και η ίδια στην εξο­χή, μαζί με τους επιβάτες, και ιδρύει τις αποικίες της. Το παλιό σπίτι με τα οπωροφόρα στον κήπο, η κλειστή ευτυχία της επίσκεψης σ' έναν γνώριμο, φιλόξενο τόπο κάθε καλοκαίρι έχει πια χαθεί, διατηρούμενη σαν τουριστικό επεισόδιο μιας χρήσεως καθ' οδόν προς καινούρια παρα­θεριστικά ντεκόρ. Εκεί που κάποτε σπινθηροβολούσε η οικειότητα σαν θερμό ψυχικό αντιστάθμισμα της νοσταλγίας, απομένουν τώρα τα φετίχ του ανέφικτου βολέματος: το σακίδιο και η βαλίτσα, ίσως και οι ρακέτες του τένις.

Στο μονοπάτι προς τον χαμένο ρομαντισμό της κατοίκησης αφήνει τις πατημασιές του ο αποδιοπομπαίος τράγος του τουριστικού συ­στήματος. «Το έξω», έγραψε ο Νίκος Καρούζος, «δεν μας φταίει σε τί­ποτα· το προς τα έξω φταίει».

1. Οταν ρωτήσεις κάποιον πού θα πάει και σου απαντήσει «στο τάδε μέρος», να ξέρεις ότι υπερβάλλει κι ότι καθόλου δεν πάει «στο τάδε μέρος»- απλώς φεύγει από «αυτό εδώ το μέρος». Το τακτ απαιτεί να μη ρωτήσεις γιατί.

Saturday, May 23, 2009

Η μετάλλαξη της βίας ( 14/1/2007 )

Θα με ενδιέφερε να δείξω την ένταση με την οποία ασκείται η βία ειδικά εκεί όπου όλα δείχνουν ότι δεν υφίσταται βία καθόλου. Πριν από είκο­σι χρόνια, ένας ψυχίατρος, με τον οποίο σχολιάζαμε τα κρούσματα αλλο­τρίωσης, με διαβεβαίωνε, φέρ' ειπείν, για τη σφοδρή αλλά μη συνειδητοποιημένη βία που ασκείται στους ψυχοσωματικούς ρυθμούς του ατόμου απλώς και μόνον επειδή το βάδισμα στον δρόμο διακόπτεται αυθαίρετα από τον κόκκι­νο σηματοδότη της τροχαίας τεμαχίζοντας καθέτως την αλληλουχία της κίνη­σης. Σίγουρα ο πεζός διδασκόταν το σύστημα τιμωρίας/ανταμοιβής του Παυλόφ.

Τότε ακόμη, οι άνθρωποι συνεχίζαμε να αντιδρούμε στη φρίκη των αυτο­ματισμών όπως ο Τσάπλιν, πολλές δεκαετίες πριν, με την κλασική εκεί­νη ταινία του. Μπορούσες να δεις το ζήτημα απ' τη σκοπιά μιας πολιτικής δια­μαρτυρίας για τον ξέφρενο καλπασμό των τυποποιήσεων και να διαισθανθείς το πνεύμα του φασισμού που αναβίωνε στη χρήση των συσκευών και των ο­χημάτων. Αυτή η στάση αποτελεί μιαν ωραία ανάμνηση. Σήμερα, οπουδήπο­τε και αν κοιτάξεις, διαπιστώνεις ότι ο κόσμος απορροφά το κακό και το με­ταβολίζει αθόρυβα. Το κακό ενσωματώνεται και κυκλοφορεί σαν κάτι διάχυ­το, αδιαχιόριστο απ' τις πιο δημοφιλείς όψεις της περίφημης αποτελεσματι­κότητας.

Ζούμε όντως, εδώ και είκοσι τουλάχιστον χρόνια, μιαν εντελώς πρωτό­γνωρη μορφή βίας, μιας βίας σχεδόν γαλήνιας, μιαν ήρεμη καταστροφή στο επίκεντρο της οποίας τρόμος και πρόοδος συγχωνεύονται.  Η βία δεν εί­ναι πλέον μια τυφλή δύναμη που πλήττει άμεσα την ακεραιότητα του σώματος ή τις ψευδαισθήσεις ασφάλειας της ψυχής αλλά αδρανοποιείται με θεμιτό τρόπο μέσα σ' ένα απέραντο νεκροταφείο καταφάσεων και θετικών συσχετι­σμών. Για παράδειγμα, η βία δεσπόζει παντού εν είδει εγκαθιδρυμένης από­στασης μεταξύ ανθρώπων, που φέρονται ο ένας στον άλλον σαν σε φορείς λοι­μώξεων. Την αναγνωρίζεις στην αξιοθρήνητη ικανότητα των ατόμων να δρουν μηχανικά, να πιστεύουν πως το κάθε τι που κάνουν αποτελεί «επιλογή», να συζητούν λες και απαντούν σε τεστ και, εν γένει, να υιοθετούν ένα σύνολο στεγνών και άψυχων συμπεριφορών που δεν είναι παρά αλλελεπιδράσεις κα­τά το πρότυπο των ηλεκτρονικών συστημάτων. Η λογική που διέπει αυτή την αναίμακτη βία δεν είναι ποτέ συγκρουσιακή αλλά αναδύεται από τους πόρους της καθημερινής ρουτίνας όπως η μόλυνση της ατμόσφαιρας.

Στην Ανατολή, όπου οι γυναίκες μαστιγώνονται ή εκτελούνται με λιθοβο­λισμό ενώ τα παιδιά, όταν δεν πεθαίνουν από την έλλειψη νερού, εκπαι­δεύονται στη χρήση των όπλων, εντοπίζει κανείς τις παρωχημένες μορφές βίας που η Δύση αρέσκεται να καταγγέλλει σαν σκανδαλώδεις αναχρονισμούς. Αλλά στην ίδια τη Δύση, όπου οι γυναίκες έχουν αποξενωθεί από οτι­δήποτε συγκροτούσε κάποτε τον εαυτό τους, ενώ τα παιδιά, με την ανοχή μια απαθούς οικογένειας, ολότελα ξένης προς τις συναισθηματικές δοσοληψίες και ευθύνες, υποβάλλονται μέχρις εξουθενώσεως στη μαρτυρική δοκιμασία ε­νός σχολείου αποκλειστικά προσανατολισμένου στην εκμηδένιση της σκέψης, η βία είναι ομολογουμένως χίλιες φορές πιο εγκληματική.

Πραγματι. καταργώντας τις διαφορές που σηματοδοτούσαν τις ποικιλίες της ζωής, τις οποίες έμαθε προ πολλού να αντιμετωπίζει σαν στατιστι­κές ανωμαλίες, ο χαώδης δυτικός κόσμος επέτρεψε στη βία να εγκαταλείψει τη βαναυσότητα και να συναιρεθεί με τις εκδοχές εκείνες των καθηκόντων και δικαιωμάτων που υποτίθεται ότι απαρτίζουν, ακριβώς, το δημοκρατικό του πρόσωπο. Η βία είναι τώρα παρούσα σε κάθε επίπεδο της κοινωνικής ε­μπειρίας σαν ένας κυκεώνας από λεπτούς εσωτερικούς καταναγκασμούς που υποχρεώνουν το άτομο να ανταποκριθεί στις αμέτρητες προκλήσεις του main­stream. Οι αντιρρήσεις, οι αντιδράσεις, οι αντιστάσεις, η επιθετικότητα, όλ' αυτά εξορθολογίζονται και ατονούν. Οι θεσμοί υπάρχουν για την εξομάλυν­ση των μεταπτώσεων της μάζας από τη μία διάθεση στην άλλη, ευελπιστώντας σε μιαν ήσυχη ροή του κακού γύρω απ' τις αντιξοότητες. Τα προβλήματα δεν λύνονται πια, απλώς παρακάμπτονται ή αποσιωπούνται. Ο μεσαίος χώρος δεν τα ανέχεται. Η βία, φιλική στον χρήστη, μένει κρυμμένη στην ίδια την ομοιομορφία της προφάνειας τιον φαινομένων απ' όπου, φυσικά, διοχετεύεται στην κατάθλιψη που μαστίζει την οικουμένη.

Έτσι, την βρίσκουμε να έχει διαβριόσει πρωτίστως τις πλευρές εκείνες της δουλειάς και της ψυχαγωγίας που συνθέτουν το ιδανικό πορτρέτο της εκσυγχρονισμένης ευτυχίας. Για παράδειγμα, στην επαγγελματική σφαίρα, η βία λύνει και δένει μέσω της απαράβατης υπόδειξης να είναι κανείς, σε εικοσιτετράωρη βάση, διαθέσιμος και μαζί απρόσωπος, μ' άλλα λόγια να μην εί­ναι άνθρωπος, πράγμα πολύ χειρότερο απ' τη σκλαβιά, αφού ο σκλάβος, εξα­κολουθούσε ολοφάνερα να είναι άνθρωπος, είτε αγανακτισμένος είτε στωι­κός. Αναλόγως, ο ανταγωνισμός, που εκθειάζεται σαν η πεμπτουσία της εξέ­λιξης, γίνεται θανατηφόρος. Όσο για τις ερωτικές σχέσεις ή την ψυχαγωγία, εδώ η βία εισβάλλει και εγκαθίσταται υπό τύπον θανατερής ψυχρότητας, σαν ένα πλέγμα ανακλαστικών τα οποία μετατρέπουν τη ζωή σε καθαρή διεκπε­ραίωση, δίχως απόλαυση και δίχως ίχνος εγκαρδιότητας.

Προσπαθώντας λοιπόν κανείς να αποκτήσει επίγνωση της παγωμένης βίας αυτού του είδους, δηλαδή της βίας που κυριαρχεί έχοντας προσλά­βει την όψη της πιο αθώας ομαλότητας, πολύ λίγο θα ωφεληθεί από άρθρα που αφορούν την κακοποίηση ανηλίκων ή τους πολέμους των συμμοριών του υποκόσμου, ενώ θα φωτιστεί αρκετά ρίχνοντας μια ματιά εκεί απ' όπου η βία είναι, φαινομενικά, αποκλεισμένη, ας πούμε στα γυναικεία έντυπα, όπου το επιβαλλόμενο πρότυπο ωθεί εκβιαστικά το υποκείμενο στο να μάχεται εξα­ντλητικά, σε όλα τα μέτωπα ως την τελική πτώση. Ικανό στέλεχος επιχείρησης και ταυτοχρόνως γατούλα του σεξ, μητέρα και διανοούμενη, κοσμική και νοι­κοκυρά, καταδικασμένη να χοροπηδάει στο γυμναστήριο και συνάμα μελετη­ρή αναγνώστρια άρθρων για τη δυσλεξία, όλ' αυτά σε συνδυασμό με την πα­ντελή έλλειψη απάντησης στο φοβερό ερώτημα της ταυτότητας, η γυναίκα πλήττεται από έναν κατακερματισμό απείρως πιο επώδυνο και εξευτελιστικό απ' ό,τι η βία που ασκείται επάνω της στα καθυστερημένα καθεστώτα του τρί­του κόσμου. Ρωτήστε τη γυναίκα αυτή και ενδέχεται να σας μιλήσει για μιαν βία στ’ αλήθεια ανυπολόγιστη, που οι άντρες δεν υποπτευόμαστε καν.

Friday, May 15, 2009

Γυναίκες πάνε για ψώνια ( 9/3/2003 )

     Shopping therapy αποκαλούν μια δραστηριότητα στην οποία τα θύματα του προσηλυτισμού των γυναικείων περιοδικών εξακολουθούν να αναγνωρίζουν χαρακτήρα λυτρωτικό. Το να ψωνίζεις , κυρίως ρούχα ή μικροαντικείμενα , υποτίθεται ότι κατευνάζει το άγχος , ειδικά εκείνο που η εκχύλιση του εικονογραφείται τόσο παραστατικά στα αφρόλουτρα πολυτελείας. Ότι το συγχέουν με το επαγγελματικό στρες , δεν βελτιώνει την κατάσταση.

     Για το άγχος , άλλωστε , έψαχναν ανέκαθεν ένα όνομα που να κρύβει τη μελαγχολική αστοχία της ονειρεμένης πληρότητας , την αιώνια , σκυθρωπή ματαίωση της ικανοποίησης που η συσσώρευση προϊόντων της μόδας έμοιαζε να παρηγορεί. Υπήρξε μια εποχή που οι γυναίκες πίστευαν στο έλλειμμα τρυφερότητας και στοργής , στο έλλειμμα ερωτικής απόλαυσης , στο μοιραίο έλλειμμα γνήσιας μητρικής σχέσης ή συζυγικής ανταπόδοσης. Ήταν η εποχή των ρωμαλέων ψευδαισθήσεων , όταν οι πάντες συμφωνούσαν αμέσως ή εμμέσως πως , αν λείπει κάτι , αυτό δεν μπορούσε παρά να είναι η αγάπη , απλούστατα.

     Το αντικείμενο λοιπόν , ένα ρούχο , ένα ζευγάρι παπούτσια , ένα μπιμπελό , θα αναπλήρωνε το έλλειμμα αγάπης. Δυστυχώς αποδείχτηκε ότι δεν επρόκειτο περί αυτού , γιατί δεν ήταν η αγάπη , η αγάπη του άλλου , που έλειπε απ’ τις γυναίκες , αλλά η δική τους ικανότητα να αγαπήσουν τον εαυτό τους και , συνεπώς , να του εξασφαλίσουν μια συμπαγή και καθησυχαστική εικόνα , ένα πειστικό στήριγμα ψυχικής ανεξαρτησίας. Καταλάβαιναν σιγά σιγά ότι δεν είναι ο άλλος που έλειπε , όσο και αν η ερωτική μυθοπλασία εξακολουθούσε από κεκτημένη ταχύτητα να εκλιπαρεί για την εμφάνιση αυτού του άλλου , αυτού του ιδανικού άντρα , αλλά οι ίδιες. Συνειδητοποίησαν ότι δεν απουσίαζε ο άλλος , απουσίαζαν εκείνες.

     Έτσι , ένα καινούργιο κύμα καταναλωτικής παραφοράς ήρθε να καλύψει την ανομολόγητη έλλειψη ταυτότητας , η οποία , κάπως ειρωνικά , βάθαινε στο μέτρο ακριβώς που επιχειρούσαν να την αποζημιώσουν με μπιχλιμπίδια. Τα τελευταία , σήμερα , ψυχρά και απολιθωμένα αφού δεν τα θερμαίνει η παραμικρή αξία χρήσης , μνησικακούν. Αυτό το μαθαίνει οποιαδήποτε γυναίκα , όταν ανοίγει την ντουλάπα για να ντυθεί και διαπιστώνει ότι όλα τα ρούχα είναι άσχημα , ότι τίποτα δεν της ταιριάζει , ότι η ίδια είναι άσχημη , ότι ο καιρός είναι άσχημος και ότι όλα πάνε κατά διαόλου. Δεν είναι άσχημη. Άσχημο είναι το ρούχο , το αντικείμενο που αγοράστηκε για κάποιο λόγο εντελώς ξένο προς την ανάγκη , με αποτέλεσμα να παραμορφώνεται μόλις αγγίξει την κρεμάστρα. Γίνεται κατάλληλο για τις απόκριες.

     Η όλη υπόθεση φωτίζεται καλύτερα αν την εξετάσουμε στο πλαίσιο της παραίσθησης. Μετά το shopping therapy ακολουθεί το hangover , όπως μετά απ’ το ποτό ή την κοκαΐνη. Ούτως ή άλλως , οποιαδήποτε ψευδαισθησιακή ευφορία ακολουθείται από κατάθλιψη , από μια αντίθετη ψυχική πραγματικότητα , ισοδύναμη σε ένταση , σαν εξόφληση χρέους. Αυτή η κατάθλιψη , με τη σειρά της , αντιμετωπίζεται από τις γυναίκες «θετικά» και ανακυκλώνεται. Οι γυναίκες ντοπάρουν ξανά την επιθυμία , ξεκινώντας φουριόζες για την αρπαγή καινούργιων αντικειμένων , των οποίων ο κοινός επιθανάτιος ρόγχος σιγοντάρει την κωμωδία της κοσμικότητας.

     Όπως με τα ναρκωτικά , έτσι κι εδώ , η γυναίκα χρειάζεται όλο και περισσότερα μικροαποκτήματα για να διώξει όλο και λιγότερη κατάθλιψη. Η δόση πρέπει να αυξάνει. Τα συμπτώματα , μετά τη χρήση , καλύπτουν όλο το φάσμα των ψυχοσωματικών διαταραχών , δυσθυμία , αϋπνία , εκνευρισμό , ταχυπαλμίες , αρρωστοφοβία , αυχενικό σύνδρομο , υπερκόπωση , αφηρημάδα και ούτω καθεξής.

     Ενόσω καθρεφτίζεται στο κρύσταλλο της βιτρίνας , η επιθυμία για έναν επαρκή εαυτό , κουτσά στραβά επενδυμένη σ’ αυτή την καρικατούρα βουλιμίας , σ’  αυτό τον ανώμαλο πόθο για το εικοστό πέμπτο τσαντάκι , παρασύρει την φαινομενική σπουδαιότητα του αντικειμένου , του άχρηστου , του αχρείαστου , στην αναβολή της άμεσης εξακρίβωσης της ψευτιάς της. Όμως η αποκάλυψη έρχεται με μαθηματική συνέπεια όταν αδειάσουν οι σακούλες στο σπίτι , πάνω στο κρεβάτι , οπότε το αίσθημα του τίποτα , του κενού , παρά τις προσπάθειες να διασκεδαστεί , παρασέρνει και τις πιο αφελείς απ’ τις εθισμένες σε κάτι που μοιάζει με ήρεμο πανικό, με το είδος εκείνο της στάσιμης σκοτοδίνης που προξενείται από την εξαφάνιση του νοήματος της πράξης. Η αντήχηση της πράξης αρχίζει τότε να κυκλοφορεί απειλητικά στο δωμάτιο σαν κακοποιός παρουσία , μαζί με μια αίσθηση παραίτησης ανάμεικτη με θυμό.

     Ξαφνικά , όλα προβάλουν εχθρικά , το αντικείμενο δεν είναι εκείνο που θα έπρεπε να είναι , και έπειτα δεν έχει κανείς καμία όρεξη να το κουβαλάει απλώς και μόνο επειδή το αγόρασε. Η εθισμένη μετανιώνει για το ότι δέχτηκε ένα τόσο ψηλό κόστος και δεν είναι πλέον σίγουρη ότι αυτό αποτελεί εγγύηση πολυτιμότητας. Κύματα αλήθειας αρχίζουν να ανεβαίνουν προς το κεφάλι από τους αστράγαλους που πονάνε λόγω της ορθοστασίας στις ουρές. Ένα πέπλο αμήχανου μίσους προς τους πάντες έχει καλύψει τα έπιπλα και η ενόχληση αναβλύζει απ’ όλες τις γωνίες του δωματίου. Η στιγμή της ειλικρίνειας χάσκει σαν άβυσσος.

     Φυσικά , το ότι αυτή η άβυσσος , αυτό το χάσμα , αυτή η πελώρια τρύπα , δεν είναι δυνατόν να γεμίσει με αξεσουάρ που εξάπτουν τη φαντασίωση της καταναλωτικής ευτυχίας , δεν πα’ να πει ότι μπορεί να γεμίσει με λόγια , όπως νομίζουν όσες μιλούν αδιάκοπα στο τηλέφωνο. Επειδή , εδώ , το ερώτημα δεν είναι εκείνο που έθεσε η Σφίγγα στον άλλο ( «Τι είσαι;» , Απάντηση: »Άνθρωπος» ) αλλά εκείνο που έθεσε στον εαυτό της : «Ποια είμαι;» Απάντηση : «Άγνωστον».-

Wednesday, May 13, 2009

Οι πιο όμορφες συναντήσεις ( Αχρονολόγητο )

Ο ΜπιλΜπάροουζ έλεγε πως το νόημα της πόλης του Μεξικού εκδηλωνόταν στη δυνατότητα που σου παρέχεται εκεί να συναντάς, αβίαστα, στον δρόμο, τον άνθρωπο που αναζητούσες· μέχρι να το καλοσκεφτείς, ο συγκεκριμένος πρόβαλλε ο­λοζώντανος απ' τη γωνία ή τον έβλεπες να κάθεται σ' ένα cafe.

Αυτό αποτελεί μια μεταφορά προκειμένου να ισχυριστούμε ότι το Μεξικό εξακο­λουθούσε εκείνη την εποχή να αντιστέκεται στις κυκλωτικές κινήσεις του Χόλιγουντ, όσο και στις επιθέσεις του τουρισμού, αρχαιολογικού ή άλλου, παραμένοντας έ­νας προορισμός αινιγματικός, δηλαδή εξαρτημένος απ' τις πονηριές της μεταφυσι­κής. Με δεδομένη την εξάρτηση, ο ζηλότυπος ανταγωνισμός ανάμεσα στο φανερό και το αφανές υπάκουε σε ονειρικούς νόμους, που η επιρροή τους ήταν πολύ πιο δρα­στική απ' την αντίστοιχη των νόμων της πολεοδομίας. Ως εκ τούτου, οι συναντήσεις των ανθρώπων ανήκαν στην τάξη του μαγικού.

Υπήρχε ωστόσο, για μένα, μια πόλη που μπορεί να περιγραφεί σαν το ανάποδο του Μεξικού και δεν ήταν άλλη απ' αυτήν όπου έζησα τα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια. Εκεί, είχα την εντύπωση ότι δεν συναντούσα ποτέ και πουθενά κανέναν απ' όσους θα ήθελα στ' αλήθεια να συναντήσω. Φυσικά, κάτι τέτοιο δεν ισχύει κυ­ριολεκτικά, αφού διασταυρωνόμουν πολύ συχνά με συνομηλίκους των οποίων η ει­σβολή στον κύκλο της πλήξης μου ελάχιστα διέφερε από μια τονωτική ένεση χαρού­μενης ενεργητικότητας. Όμως, το καταθλιπτικό πηγαινέλα στο μισόφωτο των έρη­μων σκηνικών εκείνηςτης πόλης, τα απογεύματα του χειμώνα, συντηρούσε μέσα μου τη βεβαιότητα της ορφάνιας.

Ακόμη χειρότερα, καθώς ήμουν μόνιμα και με παθολογικό τρόπο ερωτευμένος, αυτό που κυριαρχούσε στον ορίζοντα των συμβάντων ήταν η αφόρητη στέρηση του αγαπημένου προσώπου. Μιλάω εννοείται για μια εποχή που οι εφηβικοί έρωτες, κατά κανόνα πλατωνικοί, εξαντλούνταν σε ασκήσεις μονόπλευρης αφοσίωσης και αγωνιώδη τεχνάσματα εξ αποστάσεως. Η ίδια η απόσταση μου υπαγόρευε σκοτεινές ερμηνείες της πραγματικότητας, όπως συμβαίνει στους ασυρματιστές όταν εξοικει­ώνονται με τη λήψη μηνυμάτων απ' τον κάτω κόσμο. Έτσι, η ζωή κυλούσε εκτεθειμέ­νη στην ακτινοβολία ενός κακού μυστηρίου.

Εν ολίγοις, έστω κι αν αντίκριζα στον δρόμο πέντε φορές την ημέρα το αντικείμενο της λατρείας μου, πάλι οι πέντε φορές θα μου φαίνονταν απελπιστικά λί­γες. Πόσο μάλλον που τέτοιες εκπλήξεις ήταν εξαιρετικά σπάνιες. Αυτό δεν οφειλό­ταν σε κακοτυχία, αλλά στο γεγονός ότι τα νέα κορίτσια ήταν τότε αιχμάλωτα στον πνιγηρό συντηρητισμό της ελληνικής επαρχίας, με καθορισμένα δρομολόγια προς το μαθημάτων αγγλικών, διακριτικές επισκέψεις στο σπίτι μιας φίλης που γιορτάζει, α­στραπιαία περάσματα κάτω απ' τη βροχή που διαρκούσαν όσο μια ψευδαίσθηση. Κι όσο για την υποχρέωση να σε απωθήσουν σεμνότυφα ή με κάποια συγκρατημένη υ­περοψία κάθε που προσπαθούσες να τις πλησιάσεις, ομολογουμένως την τηρούσαν όλες τους αυστηρά σαν ένα σοβαρό καθήκον, λες και αυτή η μέριμνα θα προεξο­φλούσε την άφεση των αμαρτιών ενός μελλοντικού γάμου, όπου η νύφη είθισται να παραδίδεται στον δήμιο της λευκοντυμένη.

Έτσι, η στέρηση κορυφωνόταν και, όπως συμβαίνει σε όλους τους εθισμούς, προ­καλούσε παραισθήσεις. Καθώς λέει ο Κοκτό στο Οπιο, όταν κανείς βρίσκεται σε κατάσταση στέρησης, όλα τα εξωτερικά ερεθίσματα οξύνονται στο έπακρο. Επομέ­νως, με τον πόνο του ελλείμματος να πλήττει το κέντρο της ύπαρξης μου, άρχισα να πα­ρατηρώ μιαν άλλη πόλη, αιθέρια και όχι άμεσα προσιτή στα αντιληπτικά όργανα που λειτουργούσαν σε φυσικό επίπεδο, μια πόλη που ξεχείλιζε από υπαινιγμούς και υπο­νοούμενα, όπως συμβαίνει με τους μυστικιστές, οι οποίοι κρατούν ανοιχτή γραμμή ε­πικοινωνίας μ' ένα σύμπαν που προσφέρεται να διαβαστεί σαν κρυπτογραφημένο κείμενο. Ο αντίλαλος της θάλασσας που χτυπούσε το βραχώδες υπόβαθρο του ενετι­κού φρουρίου, οι ευωδίες των εργαστηρίων ζαχαροπλαστικής και οι γάτες στα σοκά­κια, που πηδούσαν φοβισμένες διαπερνώντας το βλέμμα σαν προάγγελοι μελλοντι­κών ιριδισμών της ανάμνησης, όλ' αυτά είχαν ενορχηστρωθεί σ' ένα περίπλοκο σύνο­λο λεπτών συνεννοήσεων μεταξύ εμού και της πόλης, στην κλίμακα της κοινής εσωτε­ρικής μας αντήχησης. Ώρες ώρες, ολόκληρη η πόλη μεταμορφωνόταν σε παρτιτούρα.

Με δυο λόγια, θα ήταν άδικο να καταγράψουμε τη στέρηση αποκλειστικά ως μειονέκτημα, τουλάχιστον αν σκόπευε κανείς να ασπαστεί το δόγμα των ποι­ητών. Θυμάμαι ότι, στην Γ' Γυμνασίου, ήμουν ερωτευμένος μ' ένα πανέμορφο κορί­τσι που λεγόταν Πολυξένη Γκίνου, της οποίας το σπίτι βρισκόταν στο μέσον της δια­δρομής ανάμεσα στο δικό μου σπίτι και στο σχολείο.

Υποτίθεται πως αυτό σήμαινε ότι οι συναντήσεις θα ήταν στην ημερήσια διάταξη. Έτσι. ξεκινούσα πέντε λεπτά νωρίτερα, γύρω στις 8.20', μόνον και μόνον για να τη δω, από μακριά, να βγαίνει από την καγκελόπορτα, ντροπαλή και συνάμα αγέρω­χη, νευρική και ταυτοχρόνως νωχελική, προσηνής και την ίδια στιγμή απόμακρη, τό­σο απτή και εντούτοις τόσο άυλη, όπως συμβαίνει, για να χαριτολογήσω, με τη θεϊκή ταυτότητα, στο άδυτο της οποίας αίρονται οι αντιθέσεις. Η δική μου, βλέπετε, θεο­λογία παρακάμπτει τον Ιερό Αυγουστίνο μεγαλοπρεπώς: η μεν ουσία του άλλου ήταν εκ προοιμίου αδιαπέραστη, οι δε ενέργειες του μου αρκούσαν με το παραπάνω.

Όντως, το θέαμα αυτής της αφοπλιστικά χαριτωμένης παρουσίας, με την μπλε σχολική ποδιά, ήταν εκθαμβωτικό, μια ζωηρή, γαλάζια, κινούμενη πινελιά στο γκρίζο φόντο του πρωινού. Ασφαλώς, η κοπέλα δεν υποπτευόταν ότι ζούσε μια δεύ­τερη ζωή στον πυρετό της δικής μου ματιάς, όπου ήταν εκτάκτως φιλοξενούμενη, κι εγώ την ακολουθούσα με το ποδήλατο, για ένα λεπτό περίπου, ώσπου οι δρόμοι μας χώριζαν.

Ο Μποντριγιάρ σημειώνει, πολύ σωστά, ότι η πιο αποτελεσματική μέθοδος αν επιδιώκεις να αποφύγεις την τυχαία συνάντηση με κάποιον, είναι να τον παρα­κολουθείς. Τώρα λοιπόν καταλαβαίνω ότι η συμπεριφορά μου υπήρξε ένας ελιγμός με ασυνείδητο στόχο να μείνω μόνος, απολαμβάνοντας τη μέθη της στέρησης. Αυτή η στέρηση γαλούχησε τη γενιά μου, μια γενιά οραματισμών και ματαίωσης. Ποτέ δεν κερδίσαμε τρόπαια, σε αντιπαροχή όμως πήραμε μια σειρά συναρπαστικών υποδεί­ξεων που οδηγούσαν στον βυθμό του λυρισμού. Γράφοντας το περίφημο Βιβλίο του μαξιλαριού, η Σέι Σόναγκον, μια εμπνευσμένη Γιαπωνέζα του 11ου αιώνα, μνημο­νεύει τα πράγματα που βρίσκονται το ένα δίπλα στο άλλο ενώ απέχουν απείρως, π.χ., λέει, δύο αδέλφια που ουδέποτε αγαπήθηκαν ή η τελευταία ημέρα του δωδέκατου μήνα σε σχέση με την πρώτη του πρώτου. Σ' αυτά προσθέτω εμένα και την Πολυξέ­νη, την Πόλυ όπως την φώναζαν, που η αλογοουρά της αντανακλούσε, λοξά, κάτι απ' τον δειλό ήλιο του Νοεμβρίου. Οι ομορφότερες συναντήσεις είναι αυτές που δεν έ­γιναν.

Σήμερα, στην καρδιά του δικτύου των δρόμων, οσονδήποτε πολυσύχναστων, βασιλεύει η απουσία. Δεν μπορείς πλέον να συναντήσεις εκεί κανέναν απολύτως, αφού το πάθος της διαπροσωπικής επαφής, ως ριζική ανάγκη, έχει εκμηδενιστεί. Οχι ότι αποκλείεται να πέσεις επάνω σε κάποιον γνωστό σου και να προσποιηθείτε από κοινού ένα φτερούγισμα ευχαρίστησης ή αμοιβαιότητας ενδιαφερόντων, αλλά δεν υ­πάρχει αμφιβολία ότι αυτός ο άλλος θα είναι ήδη κανένας. Συνάντησες κανέναν. Με τρόπο ακριβώς αντίστροφο από κείνον του Οδυσσέα, που έγινε κανένας (Ούτις) για να γλιτώσει απ' τον θυμό του Πολύφημου, ο κανένας της δικής σου συνάντησης ορί­ζεται σαν τέτοιος επειδή δεν έχει τίποτα να φοβηθεί, είναι μολυσμένος απ' την κοι­νοτοπία και τυφλός. Τον συνάντησες, ναι, αλλά δεν είχες ονειρευτεί τη συνάντηση. Με ή άνευ ραντεβού, το σημείο των συναντήσεων είναι ο δίχως ενύπνια λήθαργος.

Έτσι, αφού αδυνατείς να συναντήσεις κάποιον, αδυνατείς εξίσου και να αποφύ­γεις τη συνάντηση μαζί του, όπως έκανα εγώ στις αρχές της δεκαετίας του '70 παγιδευμένος ηρωικά στην παροιμιώδη συστολή του ερωτευμένου. Δεν είσαι πια σε θέση να αναβάλεις μια συνάντηση. Ανθρωποι σαν τον ομιλούντα, που η κοινωνία, μολονότι δεν το ομολογεί απερίφραστα, επιμένει να αντιμετωπίζει με καχυποψία και ί­σως να θεωρεί μισότρελους, είδαν κάποτε, χωρίς να τη συναντήσουν, τη σελήνη ακουμπισμένη στο περβάζι του παραθύρου. Διαμάχες ξέσπασαν για το αν η σελήνη, εκεί στο παράθυρο, διάβαζε ή κεντούσε. Εκ των υστέρων, μπορεί να σας φαίνεται παιδιαρώδες αλλά συνέβη. Είδα τη σελήνη και το θυμάμαι. Χρώμα της ήταν το αση­μί, στοιχείο της το νερό, ημέρα η Παρασκευή και θέση το ναδίρ. Ηλικία η εφηβική. Μέταλλο ο υδράργυρος. Και φυτό το δενδρύλλιο που ονομάζεται κουμ κουάτ.